- ἔκταμα
- ἔκταμαextentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκταμα — το (Α ἔκταμα) το αποτέλεσμα τού εκτείνω*, η έκταση, το μήκος κατά το οποίο εκτείνεται κάτι νεοελλ. ναυτ. το μήκος που έχει η αλυσίδα τής άγκυρας τού πλοίου, αλλιώς κάθεμα*, κν. καλούμο* … Dictionary of Greek
ἔκταμ' — ἔκταμα , ἔκταμα extent neut nom/voc/acc sg ἔκταμε , ἐκτέμνω cut out aor imperat act 2nd sg ἔκταμε , ἐκτέμνω cut out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθεμα — το (Α κάθεμα και κάθημα) [καθίημι] νεοελλ. ναυτ. το μήκος που έχει η αλυσίδα ποντισμένης άγκυρας πλοίου, κν. καλούμο, αλλ. έκταμα αρχ. κυρίως, αυτό που έχει αφεθεί προς τα κάτω και ειδ. το περιδέραιο … Dictionary of Greek
καλούμο — το ναυτ. το μήκος τής αλυσίδας ποντισμένης άγκυρας, αλλ. έκταμα, κάθεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caluma] … Dictionary of Greek